- Παμβοιωτοί
- Παμβοιωτοί, oἱ (Α)οι Βοιωτοί στο σύνολό τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + Βοιωτός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παμβοιώτιος — παμβοιώτιος, ία, ον (Α) [Παμβοιωτοι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους Βοιωτούς 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Παμβοιώτιος (ενν. μήν) ονομασία ενός μήνα στη Βοιωτία 3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Παμβοιώτια (ενν. ἱερά) κοινή εορτή… … Dictionary of Greek